Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Αυξητική ορμόνη (GH). Δράσεις- Χρήσεις- Παρενέργειες.

Η αυξητική ορμόνη εκκρίνεται από την υπόφυση και διεγείρει την αύξηση των οστών, των μυών και των ιστών. Η GH πιθανώς να χρησιμοποιείται κακώς από τους αθλητές σε μια προσπάθειά τους να προκαλέσουν μυϊκή και ιστική ανάπτυξη. O IGF -1 είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από το ήπαρ και άλλους ιστούς του σώματος, ως απάντηση στην GH. Η πλειονότητα των δράσεων της GH, όσον αφορά την προαγωγή της ανάπτυξης, στην πραγματικότητα οφείλεται στη δράση του IGF -1 στα κύτταρα στόχους. Η κυκλοφορούσα ποσότητα IGF -1 πρέπει να θεωρείται περισσότερο σαν ένας «δείκτης» της δράσης της GH στο ήπαρ, παρά ένας μηχανισμός με τον οποίο η GH ασκεί τις επιδράσεις της.

Η ανθρώπινη αυξητική ορμόνή είναι προϊόν του εγκεφάλου και βοηθά το σώμα να ελέγχει την χρήση των πρωτεϊνών και υδατανθράκων στην διαδικασία της ανάπτυξης.

Η αυξητική ορμόνη είναι ένα πολύπλοκο μόριο και αποτελείται από 191 αμινοξέα. Διεγείρει την ανάπτυξη των ιστών του σώματος, είναι ισχυρό λιποδιαλυτικό και αυξάνει την μυϊκή μάζα.

Τα επίπεδα της φυσικής ορμόνης είναι στο μέγιστο κατά την διάρκεια της φυσιολογικής ωριμότητας, αλλά συνεχίζει να παράγεται σε μικρότερες ποσότητες καθ΄ όλη τη διάρκεια της ενηλικίωσης, ως επί το πλείστον στην διάρκεια βαθύ ύπνου.

Εικάζεται ότι όταν μειώνονται τα επίπεδα της ορμόνης, με την γήρανση, είναι εν μέρη υπεύθυνη για την μείωση κάποιων σωματικών λειτουργιών, όπως δύναμη, υγεία και ανοσοποιητική λειτουργία όπως φυσιολογικά παρουσιάζεται κατά την γήρανση.

Η κύρια δράση της αυξητικής ορμόνης είναι η διέγερση της πρωτεϊνοσύνθεσης. Είναι τόσο ισχυρή τουλάχιστον όσο και η τεστοστερόνη στον τομέα αυτό. Επιπρόσθετα προκειμένου να διεγείρει την πρωτεϊνοσύνθεση, η GH ταυτόχρονα κινητοποιεί το λίπος μέσω μιας άμεσης λιπολυτικής δράσης.

Η GH έχει χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο κατάχρησης στον αθλητισμό από τις αρχές του 198. Λέγεται ότι πολλοί μεγάλοι αθλητές έκαναν κατάχρηση GH για πολλά χρόνια και πράγματι αρκετοί είναι αυτοί που έχουν ομολογήσει κάτι τέτοιο.

Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Ben Johnson , ο οποίος αφού του αφαιρέθηκε το χρυσό μετάλλιο επειδή βρέθηκε θετικός στα αναβολικά στεροειδή στον τελικό των 100 μέτρων στους Ολυμπιακούς της Σεούλ, παραδέχθηκε σε εκ των υστέρων έρευνα ότι έκανε χρήση GH για πολλά χρόνια (σε συνδυασμό με αναβολικά στεροειδή). Πολλά τέτοια κρούσματα έχουν έκτοτε αναφερθεί.

Λόγοι χρησιμοποίησης της GH από τους αθλητές:

Οι τραυματισμοί είναι συχνοί στα περισσότερα αθλήματα και οι αθλητές πιστεύουν ότι η πρόληψη ή η αντιμετώπισή τους είναι δυνατή μέσα από μια συνετή χρήση διατροφικών συμπληρωμάτων και περισσότερο αναβολικών παραγόντων, όπως η GH . Υπάρχει επίσης η άποψη ότι η GH ίσως προλαμβάνει τα κατάγματα που προκαλούνται από φυσική πίεση και επιταχύνει τη διαδικασία επούλωσης. Από την άλλη η GH είναι διαθέσιμη σε μεγάλες ποσότητες, είναι συγκριτικά ασφαλής και δύσκολα ανιχνεύσιμη.

Παρενέργειες GH :

Η τεχνητή αυξητική ορμόνη χορηγείται σε ενδοφλέβια εναίσιμη μορφή ή ως συμπλήρωμα διατροφής.

Η τεχνητή αυξητική ορμόνη έχει χορηγηθεί σε παιδιά με μικρή ανάπτυξη διότι ο οργανισμός τους αδυνατεί να παράγει τις απαραίτητες ποσότητες.
Ορισμένοι αθλητές κάνουν κατάχρηση της ορμόνης διότι πιστεύουν ότι θα αυξήσει τη μυϊκή τους μάζα και δύναμη ενώ παράλληλα μειώνονται τα αποθέματα λίπους.
Έχει διαπιστωθεί ότι η κατάχρηση αυξητικής ορμόνης έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις και από την χρήση στεροειδών.

Η σκοτεινή πλευρά της κατάχρησης είναι ότι με μακρόχρονη χρήση συνθετικής ορμόνης, όταν δεν χρειάζεται, σταματά για πάντα την φυσική παραγωγή του οργανισμού. Στην χειρότερη περίπτωση θα πρέπει να συνεχιστεί δια βίου η χορήγηση της συνθετικής ορμόνης.

Έχει παρατηρηθεί και διόγκωση εσωτερικών οργάνων, όπως καρδιάς, συκώτι, διασταλμένη κοιλιακή χώρα, παραμόρφωση προσώπων λόγω της αύξησης του μεγέθους των οστών και πολλά άλλα.

Επίσης έχουν εκφραστεί σοβαροί φόβοι για την ταχύτατη εξέλιξη και αναπαραγωγή καρκινογόνων κύτταρων με την παράλληλη χρήση της συνθετικής ορμόνης από αθλητές ή από άτομα που γυμνάζονται.

Η μακροχρόνια χρήση της αυξητικής ορμόνης αυξάνει τα επίπεδα λίπους στο αίμα και διατρέχει ο χρήστης άμεσο κίνδυνο θρόμβωσης, και με την αύξηση της μάζας της καρδιάς μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά καρδιακά προβλήματα όπως ανακοπή.

Αυτά είναι μέρος των παρενεργειών που έχουν εμφανιστεί, και ακόμα αναμένουν οι ειδικοί τις μελλοντικές παρενέργειες διότι η συγκεκριμένη ορμόνη υπάρχει παράνομα στην αγορά για λίγα χρόνια.

Γενικότερα μπορεί να προκαλέσει:

1. Αλλεργικές αντιδράσεις,
2. Μυοκαρδιοπάθεια (και γενικά μυοπάθειες),
3. Υπέρταση,
4. Δυσανεξία στην γλυκόζη / σακχαρώδης διαβήτης,
5. Αυξημένη εφίδρωση,
6. Οστική υπερτροφία και αρθρίτιδα (πολλές φορές μόνιμη),
7. Οστεοπόρωση.
8. Επιπλέον μπορεί να προκληθούν περιφερικές νευροπάθειες,
9. Σπλαχνική υπερτροφία,
10. Επιδείνωση καρδιαγγειακών παθήσεων,
11. Καλοήθεις όγκους ή καρκίνους.


Δυσμενείς επιδράσεις - Παρενέργειες IGF -1:

Η κατάχρηση IGF -1 μπορεί να προκαλέσει: τρόμο, εφίδρωση, ανησυχία, υποθερμία, ακατάσχετες επιθυμίες, επιδείνωση κάποιας καρδιαγγειακής νόσου, αναφυλλακτικό σοκ, αλλεργία στην ινσουλίνη. Ακόμα μπορούν να προκληθούν ποικίλες αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα που χορηγούνται εκ των υστέρων. Η κατανάλωση αλκοόλ γενικά πρέπει να περιορίζεται.

Γενικά, η λήψη υπερβολικών δόσεων IGF -1, μπορεί να προκαλέσει υπογλυκαιμία από μη καλά υπολογισμένη δόση ινσουλίνης, φτωχή πρόσληψη υδατανθράκων και απροσδόκητα μεγάλη φυσική προσπάθεια.

Η χορήγηση GH και IGF -1 αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών αν δεν χρησιμοποιηθούν σύριγγες μιας χρήσεως.

Φάρμακα που διεγείρουν την απελευθέρωση αυξητικής ορμόνης:

Η κλονιδίνη (clonidine), η λεβοντόπα (levodopa) και η βασοπρεσίνη (vasopressin), μπορούν όλες να διεγείρουν την παραγωγή της αυξητικής ορμόνης και έχουν χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά για αυτόν ακριβώς τον σκοπό.

Συμπερασματικά:

Ο μοναδικός φυσικός τρόπος είναι η σωστή διατροφή και σωστή προετοιμασία και εκγύμναση.

Τίποτε δεν αναζωογονεί όπως η σωστή διατροφή και η άθληση χωρίς φάρμακα και μία θετική προσέγγιση της ζωής.

Για να απολαύσει κανείς μία μακρά και υγιή ζωή χωρίς προβλήματα χρειάζεται να μείνει μακριά από την φαρμακοδιέγερση και να ζήσει όσο το δυνατόν πιο φυσικά.

Ο αθλητισμός είναι υγεία, μια και μας κάνει να ζούμε με φυσικό τρόπο.

Τα φάρμακα που αντιβαίνουν σε όσα είναι μέρος της φύσης, αργά ή γρήγορα, θα καλέσουν το χρήστη να πληρώσει το τίμημα.

Με την υγεία του, μπορεί και με τη ζωή του..


Βιβλιογραφία.
1. http://www.ifet.gr/doping/sub_5.htm

2. http://www.psap.gr/press.asp?cat=83&id=457

3. http://www.men24.gr/html/ent/133/ent.25133.asp

4. http://www.bodybuilding.gr/bodybuilding/index.php?option=com_content&task=view&id=97&Itemid=57

5. http://health.ana-mpa.gr/articleview3.php?id=430

6. http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=16419.0

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

Σύνδρομο ευερέθιστου έντερου. Ανασκόπηση του συνδρόμου και αναφορά στη συμβολή του βελονισμού στην αντιμετώπιση του.

Εισαγωγή:

Η αιτιολογία του είναι πολύπλοκη και δύσκολα κατανοητή και απασχολεί την Ιατρική από τον 19ο αιώνα.

Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι μια πάθηση που αποδίδεται σε διαταραχές της λειτουργίας του εντέρου. Πρόκειται για μία καλοήθη δυσλειτουργία που συνήθως δεν εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία, τα συμπτώματά της όμως επηρεάζουν την ποιότητα ζωής όσων πάσχουν από αυτήν. Aνάλογα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, το σύνδρομο μπορεί να είναι ήπιας, μέτριας ή βαριάς μορφής.

Το σύνδρομο μπορεί να εκδηλωθεί ως εξής:

Η ελκώδης κολίτιδα είναι μια πάθηση του παχέως εντέρου, στο οποίο γίνεται η απορρόφηση του νερού και άλλων ουσιών από τις τροφές και σχηματίζονται τα κόπρανα.

Στην ελκώδη κολίτιδα το παχύ έντερο παθαίνει φλεγμονή, διογκώνεται (πρήζεται) και δημιουργούνται στην επιφάνεια του έλκη (πληγές) που μπορεί να είναι από πολύ μικρά έως πολύ μεγάλα σε μέγεθος. Αποτέλεσμα, το "πληγωμένο έντερο" να μην μπορεί να απορροφήσει το νερό, τα κόπρανα γίνονται υδαρή (διάρροια), ενώ από τα έλκη βγαίνει κάποιες φορές αίμα.

Η ελκώδης κολίτιδα παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με μια άλλη πάθηση του εντέρου, που ονομάζεται νόσος του Κρον (Crohn's disease) και παλιότερα πίστευαν ότι επρόκειτο για την ίδια πάθηση.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι δύο ξεχωριστές παθήσεις που ανήκουν στις Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου (ΙΦΕΝ) και παρά τις πολλές τους ομοιότητες έχουν και μεγάλες διαφορές. Η σπουδαιότερη διαφορά τους είναι ότι, ενώ στην ελκώδη κολίτιδα πάσχει αποκλειστικά και μόνο το παχύ έντερο, στη νόσο του Κρον μπορεί να υπάρχουν βλάβες και στο λεπτό έντερο, το στομάχι, ακόμα και το στόμα.

Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα που χρησιμοποιούνται οι πιο σύγχρονες μέθοδοι, είναι μερικές φορές δύσκολο να καταλάβουμε ποια από τις δυο παθήσεις πρόκειται και μόνο ο χρόνος και η συχνή παρακολούθηση του αρρώστου μπορεί να δώσει την απάντηση.

Επιδημιολογία

Οποιοσδήποτε μπορεί να πάθει ελκώδη κολίτιδα, άνδρας, γυναίκα, παιδί ή ακόμα και βρέφος, αλλά πιο συχνά εμφανίζεται σε ανθρώπους, ηλικίας 16-25.
Στην Αγγλία υπάρχουν 80.000 άνθρωποι που πάσχουν από ελκώδη κολίτιδα, ενώ κάθε χρόνο παρουσιάζονται 5.000 νέες περιπτώσεις. Είναι περισσότερο συχνή στις χώρες της βόρειας Ευρώπης.

Στην χώρα μας παλιότερα επικρατούσε η αντίληψη ότι ήταν σχετικά σπάνια ασθένεια, γεγονός που δεν ισχύει πλέον.

Αιτιολογία:

Παρά την πολύπλευρη ερευνητική προσπάθεια δεν υπάρχει μέχρι σήμερα μια πειστική αιτιολογική ερμηνεία. Παρόλο που δεν είναι μια καθαρά κληρονομική νόσος, δηλαδή δεν κληρονομείται από την μητέρα ή τον πατέρα στο παιδί, φαίνετε ότι έχει κληρονομική προδιάθεση, που σημαίνει ότι εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα της ίδιας οικογένειας και ειδικά σε δίδυμα αδέλφια.

Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι μεταδοτική. Παρόλο που τα συμπτώματα της μπορεί να είναι τα ίδια με μια γαστρεντερίτιδα από ένα μικρόβιο, έχει σημασία να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική πάθηση που χρειάζεται ειδική θεραπεία.

Επίσης είναι βασικό να μην γίνεται σύγχυση του όρου ελκώδης κολίτιδα με τον όρο λοιμώδης κολίτιδα, οι οποία αν και είναι και αυτή κολίτιδα (δηλαδή προσβάλλει το παχύ έντερο ή κόλον) είναι εντελώς διαφορετική παθήση.

Ενοχοποιούνται διάφοροι παράγοντες, όπως διαταραχή της κινητικότητας του εντέρου, ψυχολογικοί παράγοντες, δυσανεξία σε κάποιες τροφές, πιθανή επίδραση λοιμώξεων του εντέρου. Οι διαιτητικοί παράγοντες κατέχουν σημαντική θέση στην πρόκληση του συνδρόμου.

Δεν υπάρχει κοινή αιτιολογία για όλους τους πάσχοντες από το σύνδρομο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, συχνά ευθύνονται οι παρακάτω αιτίες:

• Oρισμένες «ύποπτες» τροφές :

Στο 30-50% των περιπτώσεων το σύνδρομο οφείλεται σε κάποια τροφική δυσανεξία. Oι τροφές που ευθύνονται για την εκδήλωση των συμπτωμάτων διαφέρουν από άτομο σε άτομο.

Tα τρόφιμα που κυρίως ενοχοποιούνται είναι τα γαλακτοκομικά, τα πορτοκάλια, τα μανταρίνια, τα αυγά, τα κρεμμύδια, οι πιπεριές, αλλά και κάποια ροφήματα (καφές, γάλα). Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι δεν υπάρχει σαφής απόδειξη της σχέσης του συνδρόμου με τις παραπάνω τροφές.

Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες ασθενών:

- 'Ατομα που δεν ανέχονται διαιτητικές αλλαγές ως προς την ποσότητα της τροφής, δηλαδή μεγάλα γεύματα ανεξαρτήτως συστάσεως προκαλούν συμπτώματα

- 'Ατομα που παρουσιάζουν δυσανεξία σε ορισμένες τροφές, όπως όσπρια, λαχανικά, γάλα, γαλακτοκομικά προϊόντα, καφές, σοκολάτα, ξηροί καρποί κτλ.

Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να παρατηρηθεί αν τα συμπτώματα επιδεινώνονται από κάποια τροφή και να περιοριστεί η πρόσληψή της σε περιόδους έξαρσης. Σε πολλές περιπτώσεις, για την εκδήλωση των συμπτωμάτων δεν ευθύνεται μόνο το είδος του τροφίμου, αλλά και η ποσότητα που καταναλώνετε. Aν, λοιπόν, κάποιο τρόφιμο προκαλεί ενοχλήσεις, πριν αποκλειστεί τελείως τελείως από το διαιτολόγιό, μπορεί πρώτα να καταναλωθεί σε μικρότερες ποσότητες.

Tο στρες:

Το στρες αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα εκδήλωσης του συνδρόμου. Oι έρευνες που έχουν γίνει κατά καιρούς έχουν αποδείξει πως υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ του ψυχισμού του ατόμου και του συνδρόμου. Tο 80-90% των ασθενών εμφανίζει παράλληλα διάφορες μορφές ψυχικών διαταραχών.

Οι ψυχολογικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί στην αιτιολογία του συνδρόμου. Μεγάλος αριθμός των ασθενών που ζητά ιατρική βοήθεια, στα πλαίσια της αντιμετώπισης των συμπτωμάτων του ευερέθιστου εντέρου, πάσχει από άγχος, κατάθλιψη, υστερία και άλλα ψυχολογικά ή και ψυχιατρικά νοσήματα. Το στρες αν και δεν σχετίζεται άμεσα αιτιολογικά με το ευερέθιστο έντερο, προκαλεί όμως έξαρση των επεισοδίων και των συμπτωμάτων του ευερέθιστου εντέρου σε ασθενείς που πάσχουν από το σύνδρομο.

Kάποια παλαιότερη λοίμωξη:

Υπάρχουν ενδείξεις συσχέτισης του συνδρόμου με λοιμώξεις του εντέρου από μικρόβια ή ιούς. Η έναρξη των συμπτωμάτων του ευερέθιστου εντέρου συμπίπτει μετά από επεισόδιο γαστρεντερίτιδας σε ποσοστό 15-20% των ασθενών.

Αυτή η κατάσταση ονομάζεται μεταδυσεντερική ευερεθιστότητα του εντέρου. Άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία μπορεί να απαντήσου θεττικά στη φαρμακευτική και διαιτητική θεραπεία για να ξεπεράσουν το πρόβλημα, το οποίο δεν οφείλεται σε ψυχοσωματικές διαταραχές, που περιπλέκουν την κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή συνήθως χορηγούνται αντιβιοτικά.


Τέλος, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα, υπάρχει διαταραχή των νεύρων και των μυών που ελέγχουν τη λειτουργία του εντέρου. Η φυσιολογική γαστρεντερική λειτουργία είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του εντερικού νευρικού συστήματος, του αυτόνομου νευρικού συστήματος και του κεντρικού νευρικού συστήματος. επικοινωνία μεταξύ αυτών των συστημάτων γίνεται με διάφορους νευροδιαβιβαστές που λειτουργούν σαν αγγελιοφόροι, με κυριότερο εκπρόσωπο την σεροτονίνη, η οποία συμμετέχει στην κινητικότητα και στη εκκριτική λειτουργία του εντέρου καθώς επίσης και στην αντίληψη του πόνου.

Τα συμπτώματα εμφανίζονται όταν υπάρχει διαταραχή, στη λειτουργική σχέση αυτών των συστημάτων.

Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι ασθενείς που πάσχουν από σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, φαίνεται να έχουν αυξημένη αντίληψη των επώδυνων ερεθισμάτων. Έτσι αντιλαμβάνονται τον πόνο ακόμα και σε άπλα ερεθίσματα, όπως σε ήπια διάταση του εντέρου, συμπτώματα που σε άλλους ανθρώπους δεν θα ήταν αντιληπτά.



Συμπτώματα.


Τα συχνότερα συμπτώματα της νόσου είναι:

1. Kοιλιακός πόνος, με διαταραχές των κενώσεων (διάρροια ή δυσκοιλιότητα). O πόνος συνήθως εκδηλώνεται στο υπογάστριο και υποχωρεί μετά την κένωση.

2Μετεωρισμός (φούσκωμα στην κοιλιά) ιδιαίτερα μετά το φαγητό

3 Παρουσία βλέννης στις κενώσεις

4. Διαταραχές των κενώσεων, που δεν συνοδεύονται απαραίτητα από πόνο και εκδηλώνονται είτε με τη μορφή εναλλαγής διάρροιας - δυσκοιλιότητας, είτε με τη μορφή μόνιμης διάρροιας ή πολλαπλών κενώσεων. Mετά την επίσκεψη στην τουαλέτα, συνήθως ο πόνος υποχωρεί.

4.Αίσθημα ατελούς κένωσης. Μερικές φορές ο ασθενής έχει έντονο το αίσθημα τεινεσμού (σφίξιμο κατά την κένωση), δηλαδή πηγαίνει στην τουαλέτα πολλές φορές προσπαθώντας να αδειάσει το έντερο του. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει υψηλός πυρετός και τα κόπρανα να μην είναι καθόλου σχηματισμένα, αλλά σκέτο νερό γεμάτο αίμα και βλέννα.

5. Πρήξιμο στην κοιλιά με ή χωρίς διαταραχές των κενώσεων.

6. Tο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι πιθανό να συνοδεύεται από διάφορα άλλα συμπτώματα που δεν περιορίζονται στο έντερο, όπως λ.χ. ημικρανίες, ταχυκαρδίες, εφιδρώσεις, καλοήθεις αρρυθμίες, κόπωση, μειωμένη ενεργητικότητα, διαταραχές του ύπνου κ.ά. Tα συμπτώματα αυτά αφορούν κυρίως τις περιπτώσεις ατόμων που έχουν στρες.

• Πόνος ή δυσανεξία στην κοιλιά
Τα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί και που βοηθούν στη διάγνωση του συνδρόμου είναι ο υποτροπιάζων πόνος ή ενόχληση στην κοιλιά για τουλάχιστον 3 μήνες (όχι απαραίτητα συνεχόμενους) το τελευταίο έτος. Ο πόνος πρέπει να συνδυάζεται τουλάχιστον με 2 από τα εξής κριτήρια:

• Ο πόνος να υποχωρεί μετά τις κενώσεις.

• Κατά την έναρξη του πόνου να υπάρχουν συχνότερες κενώσεις.

• Κατά την έναρξη του πόνου να υπάρχουν κενώσεις χαλαρότερης συστάσεως ως προς τη μορφή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένα συμπτώματα λανθασμένα έχουν συνδεθεί με το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου. Αυτά είναι: πυρετός, ανορεξία, απώλεια βάρους, πόνος που ξυπνά τον άρρωστο, αίμα στις κενώσεις, έναρξη των συμπτωμάτων μετά την ηλικία των 50 ετών. Τα συμπτώματα αυτά παραπέμπουν σε άλλη νόσο και πρέπει να διερευνώνται.

Τα συμπτώματα συνήθως ξεκινούν ξαφνικά. Σε μερικά άτομα είναι δυνατόν να παρουσιαστεί για πρώτη φορά ή να υποτροπιάσει μετά από ένα διάστημα με έντονο άγχος ή μετά από μεγάλη στεναχώρια.

Επίσης γαστρεντερίτιδα, γρίπη ή οποιαδήποτε άλλη κοινή λοίμωξη μπορεί να είναι η αφορμή για να εκδηλωθεί η ασθένεια. Έχει παρατηρηθεί ότι η ελκώδης κολίτιδα παρουσιάζεται πιο συχνά σε πρώην καπνιστές, δηλαδή σε άτομα που κάπνιζαν στο παρελθών και σταμάτησαν να καπνίζουν.
Άτομα με ελκώδη κολίτιδα είναι δυνατόν να παρουσιάσουν πόνο στην μέση, στα χέρια, στα πόδια ή ακόμα και αρθρίτιδα, δηλαδή φλεγμονή σε κάποια άρθρωση των χεριών ή τον ποδιών.

Σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται άφθες στο στόμα και ερεθισμός στα μάτια (τα μάτια κοκκινίζουν και υπάρχει φαγούρα).

Λιγότερο συχνά, είναι δυνατόν να παρουσιαστεί ερεθισμός στο δέρμα, με κοκκίνισμα, πόνο ή σπάνια έλκη.

Τις περισσότερες φορές αυτά τα προβλήματα παρουσιάζονται όταν υπάρχει έξαρση ή υποτροπή της ελκώδους κολίτιδας και εξαφανίζονται με τη θεραπεία.

Η ελκώδης κολίτιδα δημιουργεί ένα συνεχή ερεθισμό του εντέρου, οπότε υπάρχει ένας μικρός κίνδυνος να αναπτυχθεί δυσπλασία (αρχικό στάδιο καρκίνου), ή καρκίνος. Ο κίνδυνος αυτός περιορίζεται στα άτομα εκείνα που υποφέρουν από ελκώδη κολίτιδα που πιάνει όλο το έντερο και που έχουν αυτήν την πάθηση για πολλά χρόνια (πάνω από 10).

Επειδή τα αρχικά στάδια του καρκίνου στην ελκώδη κολίτιδα μπορούν να βρεθούν εύκολα και να θεραπευτούν εντελώς, έχει μεγάλη σημασία η συχνή παρακολούθηση ειδικά όσων έχουν ελκώδη κολίτιδα πολλά χρόνια και η συχνή εξέταση του εντέρου με κολονοσκόπηση.


Διάγνωση – Εξετάσεις

Η διάγνωση βασίζεται στα συμπτώματα του ασθενή, με βάση τα κριτήρια διάγνωσης, και επιβεβαιώνεται με τις εξετάσεις που γίνονται από τον γαστρεντερολόγο, οι οποίες είναι αρνητικές για παθολογικά ευρήματα. Το ευερέθιστο έντερο, όπως ειπώθηκε, είναι μια λειτουργική πάθηση του εντέρου και δεν οφείλεται σε οργανικό αίτιο.

Επομένως η διάγνωση είναι έμμεση «εξ αποκλεισμού», αφού δηλαδή αποκλειστεί η περίπτωση ύπαρξης άλλης οργανικής νόσου. Οι εξετάσεις που πρέπει να γίνουν είναι:

1.Αιματολογικός έλεγχος

2. Καλλιέργειες κοπράνων για μικρόβια και παράσιτα

3.‘Ελεγχος του παχέος εντέρου με κολονοσκόπηση, υπερηχογράφημα κοιλίας ή σπανιότερα με αξονική τομογραφία κοιλίας

4.Πρέπει να γίνει εξέταση του παχέως εντέρου. Αυτό μπορεί να γίνει με βαριούχο υποκλυσμό, κολονοσκόπηση και ορθοσιγμοειδοσκόπηση.

Στον βαριούχο υποκλυσμό, μετά από μια συγκεκριμένη δίαιτα 3 ημερών και καθαρισμό του εντέρου με καθαρτικά, γίνεται κλύσμα με μια ουσία που λέγεται βάριο και στη συνέχεια παίρνονται μια σειρά από ακτινογραφίες. Με αυτόν τον τρόπο ο γιατρός μπορεί να σας πει ποιο κομμάτι του εντέρου έχει πρόβλημα, αλλά δεν μπορεί να πάρει βιοψίες και να βγάλει με απόλυτη σιγουριά τη διάγνωση.

Είναι όμως μια καλή εξέταση που γίνεται από ακτινολόγο σχεδόν σε όλα τα νοσοκομεία και βοηθά στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να γίνει κολονοσκόπηση.

5.Η κολονοσκόπηση είναι μια σχετικά καινούργια εξέταση που γίνεται από γαστρεντερολόγο. Με ένα λεπτό και μαλακό σωλήνα που μπαίνει από τον πρωκτό, ο γιατρός μπορεί να δει απ' ευθείας όλο το παχύ έντερο στην τηλεόραση, να εξακριβώσει από τι πάσχει και πόσο τμήμα ακριβώς έχει πρόβλημα. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι μπορεί να πάρει μικρά κομμάτια εντέρου (βιοψίες) και να τα στείλει για εξέταση στον παθολογοανατόμο.

Αυτός είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος για να γίνει η διάγνωση της ελκώδους κολίτιδας. Η εξέταση διαρκεί περίπου 20-30 λεπτά και χρειάζεται να έχετε κάνει από πριν δίαιτα 3 ημερών και καλό καθαρισμό του εντέρου. Επειδή η κολονοσκόπηση μπορεί να προκαλέσει ελαφρύ πόνο, πριν από την εξέταση γίνεται μια ενδοφλέβια ένεση που θα σας ηρεμήσει και ίσως να σας φέρει και λίγο ύπνο.

Η ορθοσιγμοειδοσκόπηση είναι περίπου ίδια με την κολονοσκόπηση, μόνο που με αυτή την εξέταση ο γιατρός μπορεί να δει μόνο το τελευταίο τμήμα και όχι όλο το έντερο. Επειδή δεν χρειάζεται δίαιτα 3 ημερών ούτε ηρεμιστική ένεση, είναι μια εύκολη εξέταση που γίνεται πολύ συχνά ακόμα και στα εξωτερικά ιατρεία.

Οι παραπάνω εξετάσεις, μαζί με εξετάσεις αίματος, ούρων και κοπράνων, είναι οι απαραίτητες για τη διάγνωση και την παρακολούθηση των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα. Ανάλογα με την πορεία της νόσου, ίσως να χρειασθούν μερικές συμπληρωματικές εξετάσεις όπως είναι το υπερηχογράφημα, η αξονική τομογραφία, η γαστροσκόπηση, η εντερόκλυση κ.α.

Αντιμετώπιση – Θεραπευτική προσέγγιση.

Διατροφή

Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του ευερέθιστου εντέρου.

H δίαιτα που πρέπει να ακολουθηθεί εξαρτάται από τα συμπτώματα που. Aν υπάρχει συχνά διάρροια, είναι σκόπιμο να μειωθούν οι τροφές που περιέχουν πολλές φυτικές ίνες.

Aντίθετα, σε περιπτώσεις που το σύνδρομο εκδηλώνεται με επίμονη δυσκοιλιότητα, η λήψη με μέτρο τροφών που περιέχουν φυτικές ίνες είναι απαραίτητη. Tρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες είναι η βρόμη, το ψωμί ολικής αλέσεως, τα φρούτα και τα λαχανικά.

Aν η διατροφή είναι φτωχή σε φυτικές ίνες, στα φαρμακεία μπορείτε να βρεθούν σκευάσματα που περιέχουν φυτικές ίνες σε μορφή σκόνης (διαλύεται σε νερό).

•Προβιοτικά προϊόντα, δηλαδή τρόφιμα που είναι εμπλουτισμένα με τα λεγόμενα «καλά» βακτήρια (λ.χ. γιαούρτι), τα οποία βρίσκονται φυσιολογικά μέσα στο έντερο και αποτελούν τη φυσιολογική χλωρίδα του οργανισμού. Tα βακτήρια αυτά έχουν ευεργετική επίδραση στη λειτουργία του εντέρου. Υπάρχουν επίσης με τη μορφή φαρμακευτικών σκευασμάτων (κάψουλες εντεροδιαλυτές, που περιέχουν τα προαναφερθέντα βακτήρια).


Όπως ειπώθηκε η αντιμετώπιση εξατομικεύεται ανάλογα με τα συμπτώματα. Η διακοπή της λήψης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων μπορεί να είναι η θεραπεία σε όσους έχουν ανεπάρκεια λακτάσης (ενός ενζύμου που διασπά την λακτόζη του γάλακτος).

Σε ασθενείς που προέχει ο μετεωρισμός (φούσκωμα) συνιστάται η διακοπή τροφών και υγρών που παράγουν αέρια (όσπρια, λαχανικά, ξηροί καρποί, κρεμμύδια, αεριούχα ποτά, αναψυκτικά, καφεΐνη, φρουκτόζη κτλ).

Σε ασθενείς που προέχει η δυσκοιλιότητα η χορήγηση φυτικών ινών μπορεί να βοηθήσει αλλά χρειάζεται προσοχή διότι υπάρχει πιθανότητα να επιδεινώσουν τυχόν συνυπάρχοντα μετεωρισμό. Συστήνεται η σταδιακή έναρξη με μικρές ποσότητες. Σε ασθενείς που κυριαρχεί η διάρροια οι τροφές χωρίς υπόλειμμα, δηλαδή χωρίς φυτικές ίνες, μπορεί να βοηθήσουν.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών ανταποκρίνεται ικανοποιητικά σε αυτές τις διατροφικές τροποποιήσεις και σταδιακά σε περιόδους ύφεσης μπορεί να επαναχορηγηθούν τα λεγόμενα ‘’απαγορευμένα’’ τρόφιμα και ανάλογα με τα συμπτώματα να αποσύρονται εκ νέου.

Φαρμακευτική Αντιμετώπιση.

Παρόλο που δεν υπάρχει ριζική φαρμακευτική θεραπεία, υπάρχουν πολλά φάρμακα που θα ανακουφίσουν από τα συμπτώματα, θα βοηθήσουν να ρυθμιστεί η ελκώδης κολίτιδα και να διατηρηθεί σε ύφεση.

Κυρίαρχο ρόλο στην αντιμετώπιση της παίζει η σχέση εμπιστοσύνης του ιατρού με τον ασθενή και η κατανόηση από τον ασθενή της καλοήθους φύσης της νόσου και της άριστης μακροχρόνιας πρόγνωσης. Η περαιτέρω προσέγγιση περιλαμβάνει τις διαιτητικές τροποποιήσεις και τη φαρμακευτική αγωγή.

Οι περιπτώσεις που δεν θα ανταποκριθούν με τη δίαιτα, αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή, ανάλογα με τα συμπτώματα, όχι όμως πάντα ικανοποιητικά.

Χορηγούνται αντιχολινεργικά - σπασμολυτικά φάρμακα που αντιμετωπίζουν τον κοιλιακό πόνο, αντικαταθλιπτικά φάρμακα τα οποία έχουν και αναλγητικές ιδιότητες ανεξάρτητα από την επίδραση τους στην ψυχική διάθεση, αγχολυτικά φάρμακα, ανταγωνιστές της επαναπρόσληψης σεροτονίνης, ενώ πρόσφατα χρησιμοποιήθηκαν κάποια αντιβιοτικά (ριφαξιμίνη) και αναμένουμε τα αποτελέσματα.

Σε δύσκολες περιπτώσεις έχουν χρησιμοποιηθεί ψυχοθεραπεία και υπνοθεραπεία με ικανοποιητικά κατά περίπτωση αποτελέσματα.

Συνήθως χορηγούνται σπασμολυτικά φάρμακα, τα οποία περιορίζουν τις ενοχλήσεις. Στην περίπτωση διάρροιας, ο γιατρός μπορεί να σας χορηγήσει αντιδιαρροϊκά φάρμακα, ενώ αν το σύνδρομο εκδηλώνεται με δυσκοιλιότητα, μπορεί να σας δώσει κάποιο υπακτικό.

Ποιο είδος φαρμάκου θα ληφθεί και για πόσο καιρό, εξαρτάται από το πόσο βαριά είναι η ελκώδης κολίτιδα και πόσο σοβαρή υποτροπή παρουσιάζει κάθε φορά. Αν πρόκειται για βαρύ επεισόδιο, με συμπτώματα που δεν περνάνε με τα συνηθισμένα φάρμακα, μπορεί να κριθεί απαραίτητη η λήψη κορτιζόνης για ένα μικρό διάστημα (συνήθως 1-2 μήνες) ή και ανοσοκατασταλτικών.

Σε μερικές περιπτώσεις που η αιμορραγία συνεχίζεται, υπάρχει πυρετός ή άλλα σοβαρά προβλήματα, μπορεί να είναι αναγκαία η εισαγωγή στο νοσοκομείο και η ενδοφλέβια θεραπεία.

Όπως συμβαίνει με όλα τα φάρμακα, έτσι και τα φάρμακα της ελκώδους κολίτιδας είναι δυνατόν να προκαλέσουν -ευτυχώς σπάνια- ορισμένες παρενέργειες, οπότε είναι σημαντικό να ενημερώνεται ο θεράπων ιατρός κάθε φορά που παρατηρείτε κάτι καινούργιο στα συμπτώματα της πάθησης.

Επίσης είναι βασική η συμμόρφωση στη θεραπεία που έχει συστήσει ο ιατρός, έστω και αν έχουν υφεθεί τα συμπτώματα.

Συνοψίζοντας, πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για χρόνια κατάσταση, με εξάρσεις και υφέσεις, και η αντιμετώπιση της πρέπει να εξατομικεύεται, διότι δεν διαθέτουμε το φάρμακο για τη θεραπεία της.


Χειρουργική Αντιμετώπιση.

Με τα φάρμακα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, 70-80% των ασθενών, θα περάσουν σε ύφεση και δεν θα χρειαστεί να χειρουργηθούν. Χειρουργείο γίνεται μόνο στις εξής περιπτώσεις:

• Σε πολύ σοβαρό επεισόδιο ελκώδους κολίτιδας που δεν ανταποκρίνεται στην εντατική φαρμακευτική θεραπεία μέσα στο νοσοκομείο.

• Σε ασθενείς που υποφέρουν από συνεχείς υποτροπές ελκώδους κολίτιδας παρά τη θεραπεία που παίρνουν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.

• Στις περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που συνοδεύουν την ελκώδη κολίτιδα και σε άλλα όργανα του σώματος, όπως στα μάτια, το δέρμα, ή τις αρθρώσεις.

• Σε ασθενείς που υπάρχει υποψία καρκίνου ή δυσπλασίας (καρκίνος σε αρχικό στάδιο).

Είδη επεμβάσεων, αναφορά σε τεχνικές.

Με την εγχείρηση αφαιρείται τμήμα ή ολόκληρο το παχύ έντερο που πάσχει. Παλαιότερα, με την εγχείριση που γινόταν, ο ασθενής είχε απαραίτητα ειλεοστομία, δηλαδή "παρά φύση έδρα".

Όμως τα τελευταία χρόνια, βρέθηκε μια καινούργια τεχνική, που ονομάζεται εγχείριση πάουτς (pouch), με την οποία αφαιρείται όλο το παχύ έντερο χωρίς όμως να όμως να χρειάζεται "παρά φύση έδρα". Με αυτό τον τρόπο ο ασθενής μπορεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, χωρίς να αντιμετωπίζει πλέον τα προβλήματα της ελκώδους κολίτιδας, ή τα ψυχολογικά και άλλα προβλήματα της "παρά φύση έδρας".

Επειδή όμως πρόκειται για μία δύσκολή εγχείρηση που αρκετές φορές έχει αρκετές επιπλοκές, είναι πολύ σημαντικό να γίνεται με μεγάλη προσοχή η επιλογή των ασθενών και μόνο από χειρούργους που έχουν εξειδικευτεί σε αυτή την τεχνική.

Τόσο σε εξειδικευμένα κέντρα στο εξωτερικό, όσο και σε ορισμένα Νοσοκομεία στην Ελλάδα, υπάρχει σημαντική πλέον εμπειρία σε αυτή την εγχείρηση, με πολύ καλά αποτελέσματα μέχρι στιγμής.

Άλλες Μέθοδοι Μη Φαρμακευτικής Αντιμετώπισης.

Ο ρόλος της άσκησης στην αντιμετώπιση του συνδρόμου

Η άσκηση και γενικότερα η σωματική δραστηριότητα έχουν θέση στην αντιμετώπιση του συνδρόμου. Αυτό συμβαίνει διότι αφενός βοηθούν στην κινητικότητα και την καλή λειτουργία του εντέρου με βελτίωση του πόνου και του μετεωρισμού και αφετέρου προκαλούν ευεξία και επομένως μείωση του στρες και του άγχους, τα οποία όπως ειπώθηκε προάγουν την έξαρση των επεισοδίων του ευερέθιστου εντέρου.

Έτσι η άσκηση είναι χρήσιμη, καθώς θα βοηθήσει στην απόκτηση ψυχικής ευεξίας και θα βελτιώσει την κατάστασή, περιορίζοντας τα ενοχλητικά συμπτώματα.

Επίσης η ψυχολογική υποστήριξη και η χορήγηση αντικαταθλιπτικών ή αγχολυτικών φαρμάκων είναι απαραίτητη σε αρκετές περιπτώσεις.

Σε περιπτώσεις ασθενών με έντονο στρες, θα πρέπει να βρεθούν τρόποι να ελεγθεί, καθώς επιδεινώνει την κατάσταση. Τέλος, χρήσιμη στην αντιμετώπιση του συνδρόμου μπορεί να φανεί η γιόγκα, η ομοιοπαθητική ή ο βελονισμός.



Ο Ρόλος το Βελονισμού στην Αντιμετώπιση της Πάθησης.

Ο βελονισμός είναι μιά μέθοδος που ενδυναμώνει τον οργανισμό για να βελτιώσει τις θεραπευτικές δυνάμεις του και γενικά τη λειτουργική του κατάσταση. Αυτό γίνεται με την τοποθέτηση βελονών σε πολύ συγκεκριμένα βελονιστικά σημεία.

Πώς ενεργεί ο Βελονισμός;


Η κλασσική Κινέζικη εξήγηση είναι ότι ενεργειακά κανάλια (μεσημβρινοί) ρέουν εντός του σώματος και στην επιφάνεια του. Είναι σαν ποταμοί που τρέχουν διαμέσου του σώματος αρδεύοντας και διατρέφοντας τους ιστούς. Μιά διακοπή στην κίνηση αυτών των ενεργειακών ποταμών είναι σαν ένα φράγμα που πλημμυρίζει τους άλλους ιστούς.

Οι μεσημβρινοί μπορεί να επηρεασθούν βελονίζοντας τα σημεία βελονισμού. Οι βελονιστικές βελόνες ξεμπλακάρουν τις αποφράξεις και αποκαθιστούν την ομαλή ροή δια μέσου των μεσημβρινών. Οι θεραπείες βελονισμού μπορούν έτσι να βοηθήσουν τα όργανα του σώματος στις δυσλειτουργίες πέψης, αφομοίωσης και παραγωγής ενέργειας.

Η μοντέρνα επιστημονική άποψη είναι ότι βελονίζοντας τα σημεία βελονισμού ερεθίζουμε το νευρικό σύστημα να απελευθερώσει χημικές ουσίες στους μύς, στη σπονδυλική στήλη και τον εγκέφαλο. Αυτές οι χημικές ουσίες είτε θα μειώσουν την αίσθηση του πόνου είτε θα προκαλέσουν την απελευθέρωση άλλων χημικών ουσιών και ορμονών οι οποίες επηρεάζουν το ίδιο το εσωτερικό αυτορρυθμιστικό σύστημα του οργανισμού. Τέτοιες ουσίες είναι οι ενδορφίνες (που είναι ενδογενώς παραγόμενες ουσίες που επιδρούν στην μείωση του Πόνου) και η Σεροτονίνη (επιδρά σαν αντικαταθλιπτικό – αγχολυτικό σε επίπεδο Κεντρικού Νευρικού Συστήματος).

Η βελτιωμένη ενεργειακή και βιοχημική ισορροπία του οργανισμού που προκαλείται από το βελονισμό έχει σαν αποτέλεσμα να διεγείρει τις φυσικές θεραπευτικές ικανότητες του οργανισμού και να προάγει την σωματική και ψυχική ευεξία.

Ιατρικός Βελονισμός.

Ο βελονισμός είναι μιά πολύ παλιά ιατρική τέχνη και υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις στην εκμάθηση και εφαρμογή του. Ιατρικός Βελονισμός είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το βελονισμό που ασκείται από ένα γιατρό εκπαιδευμένο και πιστοποιημένο στη Δυτική Ιατρική ο οποίος επίσης έχει διεξοδικά εκπαιδευτεί στο Βελονισμό σαν μια επιπρόσθετη εξιδίκευση.

Ένας τέτοιος γιατρός μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μια ή την άλλη προσέγγιση ή ένα συνδυασμό των δύο καθώς προβάλει η ανάγκη θεραπευτικής αντιμετώπισης μιας νόσου.

Ποιός είναι ο σκοπός του Ιατρικού Βελονισμού;

Ο Ιατρικός Βελονισμός είναι ένα σύστημα που μπορεί να επηρεάσει τρεις περιοχές στη φροντίδα υγείας:

• προαγωγή της υγείας και της ευεξίας

• πρόληψη της νόσου

• θεραπεία διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.

Παρ' όλο που ο βελονισμός συχνά χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του πόνου, στα χέρια ενός καλά εκπαιδευμένου γιατρού έχει ευρύτερες εφαρμογές

Όσον αφορά το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS), ο βελονισμός μπορεί να βοηθήσει μειώνοντας το στρες και έχει χρησιμοποιηθεί για χιλιάδες χρόνια στην Κίνα για τη θεραπεία παθήσεων του εντέρου. Επίσης έχει φανεί ότι έχει μια σπασμολυτική επίδραση στις λείες μυικές ίνες του εντέρου, βοηθώντας έτσι έμμεσα στον έλεγχο των συμπτωμάτων.

Εισάγοντας λεπτές βελόνες σε σημεία κάτω από το δέρμα, ο βελονιστής μπορεί να ενεργοποιήσει τις θεραπευτικές δυνάμεις του σώματος και να αποκαταστήσει την φυσική του ισορροπία.

Ο βελονισμός επιδρά για να ανακουφίσει το στρες, να μειώσει το πόνο και να δυναμώσει την ενέργητικότητα και ζωτικότητα του σώματος επιτρέποντας μια καλύτερη ισορροπία.

Δράσεις του Βελονισμού στην Πάθηση

Ο βελονισμός μπορεί να βοηθήσει:

• προσφέροντας αποτελεσματική θεραπεία του στρες, το οποίο πυροδοτεί το σύνδρομο (IBS)

• κινητοποιώντας το έντερο

• μειώνοντας τους μυϊκούς σπασμούς και τον πόνο

• διευκολύνοντας τη μυϊκή χαλάρωση

Η θεραπεία, ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς, τη χρονική διάρκεια της πάθησης, την ένταση των συμπτωμάτων, θα έχει διάρκεια 12 – 15 συνεδρίες.

Αυτές γίνονται 2 με 3 φορές την εβδομάδα και έχουν διάρκεια 30 – 40 λεπτά ( οι βελόνες μένουν στο σώμα γύρω στα 20 λεπτά).

Τοποθετούνται σε σημεία του σώματος (σωματοβελονισμός) και συμπληρωματικά σε σημεία που βρίσκονται στο αυτί του ασθενούς (ωτοβελονισμός).

Οι βελόνες είναι αποστειρωμένες και μιας χρήσεως, δεν υπάρχει πόνος κατά την εισαγωγή τους και την παραμονή τους στο σώμα καθώς έχουν συνήθως ατομικό οδηγό, που συντελεί στην γρήγορη και ακριβή τοποθέτησή τους.

Συμπερασματικά καθώς ο βελονισμός είναι μια μέθοδος που στερείται παρενεργειών όταν εφαρμόζεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο ιατρό, είναι μια θεραπευτική προσέγγιση η οποία μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων των ασθενώ που πάσχουν από αυτοάνοσες παθήσεις του εντέρου.


Το παραπάνω άρθρο έχει γραφεί με σκοπό την πληροφόρηση, και όχι για να αντικαταστήσει την παρακολούθηση από τον θεράποντα ιατρό των ασθενών.